γεννητάτος

γεννητάτος
-η, -ο
ο ντόπιος: Είναι Κερκυραίος γεννητάτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεννητάτος — η, ο [γεννητός] 1. αυτός που υπάρχει από τη γέννηση κάποιου, ο εκ γενετής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αυτόχθων, ο γηγενής 3. το ουδ. ως ουσ. το γεννησιμιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”